- αὐτόπους
- αὐτό-πους, ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. ποδος,A on foot, on one's own feet, Luc.Tim.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐτόπους — on foot masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόπου — αὐτόπους on foot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek